- Κοσμᾶν
- Κοσμᾶ̱ν , Κοσμᾶςmasc gen pl (doric aeolic)Κοσμᾶςmasc acc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνίατρος — ὁ, Μ συνάδελφος γιατρός («Κοσμᾱν καὶ Δαμιανὸν συνιατροὺς καὶ συμμάρτυρας», Σωφρ.) … Dictionary of Greek